τριχομονάδα

τριχομονάδα
και λόγιος τ. τριχομονάς, -άδος, η, Ν
ζωολ. γένος παρασιτικών μαστιγοφόρων πρωτοζώων τής τάξης τριχομονάδες, τα οποία είναι παράσιτα εντόμων, μαλακίων, σκωλήκων, ιχθύων, βατράχων, ερπετών, πτηνών και θηλαστικών, καθώς και τού ανθρώπου, και προκαλούν διάφορες παρασιτώσεις που φέρουν τη γενική ονομασία τριχομονάδωση ή τριχομοναδίαση ή τριχομονίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichomonas < θρίξ, τριχός + μονάς, -άδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριχομονάδα — η μονοκύτταρος οργανισμός, πρωτόζωο, που ζει παρασιτικά σε σωματικές κοιλότητες του ανθρώπου και των θηλαστικών και προκαλεί μολύνσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

  • τριχομονίαση — η, Ν η τριχομονάδωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. trichomoniasis < trichomonas (πρβλ. τριχομονάδα) + iasis (< ίασις / ίαση*)] …   Dictionary of Greek

  • υμενοφυλλίδες — Λέγονται και Υμενοφυλλοειδή. Οικογένεια φυτών του αθροίσματος των πτερίδων, που αριθμεί αρκετά γένη πτερίδων των εύκρατων και θερμών χωρών. Τα φυτά αυτά είναι από τα ατελέστερα που υπάρχουν και διακρίνονται βασικά από το προθάλλιό τους, το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”